αγομάριαστος

αγομάριαστος
-η, -ο
αυτός που ακόμη δεν έγινε γομάρι, φορτίο: Τα ξύλα στέκονταν αγομάριαστα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγομάριαστος — η, ο και αγομάριστος [γομάρι] 1. αυτός που δεν δέθηκε σαν φορτίο (αλλιώς γομάρι) για φόρτωμα 2. (για ζώα) αυτό που δεν φέρει φορτίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”